παραρτέομαι

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρτέομαι Medium diacritics: παραρτέομαι Low diacritics: παραρτέομαι Capitals: ΠΑΡΑΡΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: parartéomai Transliteration B: pararteomai Transliteration C: pararteomai Beta Code: pararte/omai

English (LSJ)

Ion. Verb (cf. ἀρτέομαι) only Med., I trans., fit out for oneself, get ready, ἐπὶ τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing, Hdt.7.20, cf. 142, 8.76, 9.42 ; so π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Arr.Ind.27.10. II abs., prepare, hold oneself in readiness, παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Hdt.8.108, cf. 81 ; πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον Id.9.29.

Greek (Liddell-Scott)

παραρτέομαι: Ἰων. ῥῆμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), ἐν χρήσει μόνον ὡς μέσ., Ι. ἐπὶ μεταβ. σημασ., παρασκευάζω πρὸς χρῆσίν μου, ἑτοιμάζω, τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν, ἐνησχολεῖτο εἰς παρασκευήν, Ἡρόδ. 7.2 0, πρβλ. 142., 8. 76., 9. 42· οὕτω, π. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Ἀρρ. Ἰνδ. 27. ΙΙ. ἐπὶ παθ. σημασ., γίνομαι ἕτοιμος, παρασκευάζομαι, παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Ἡρόδ. 8. 108, πρβλ. 81· πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον ὁ αὐτ. 9. 29.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
c. παραρτάω.

Greek Monotonic

παραρτέομαι: Ιων. ρήμ. (πρβλ. ἀρτέομαι), Μέσ.
I. μτβ., παρασκευάζω κάτι για κάποιον, παραρτέετο στρατίην, ασχολήθηκε με την προετοιμασία του στρατεύματος, σε Ηρόδ.
II. με Παθ. σημασία, βρίσκομαι σε επιφυλακή, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αρτέομαι, alleen Ion. praes. en imperf. met acc. voorbereiden:. στρατίην een veldtocht Hdt. 7.20.1. intrans. zich voorbereiden:. ὡς ἀλεξησόμενοι om zich te verdedigen Hdt. 8.81.

Middle Liddell

[ionic Verb] [cf. ἀρτέομαι
Mid.:
I. trans. to fit out for oneself, παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing his army, Hdt.
II. in pass. sense, to hold oneself in readiness, Hdt.