θηητήρ

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηητήρ Medium diacritics: θηητήρ Low diacritics: θηητήρ Capitals: ΘΗΗΤΗΡ
Transliteration A: thēētḗr Transliteration B: thēētēr Transliteration C: thiitir Beta Code: qhhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, Ion. for θεατής, A one who gazes at, an admirer, θ. τόξων Od.21.397; ἀκρασίης Perict. ap. Stob.4.28.19.

German (Pape)

[Seite 1206] ῆρος, ὁ, ep. = θεατής, Hom. τόξων, Od. 21, 397, Beschauer u. Kenner, Schol. θαυμαστικός, ἔμπειρος. Auch Perict. Stob. fl. 85, 19.

Greek (Liddell-Scott)

θηητήρ: ῆρος, ὁ, Ἰων. ἀντὶ θεατής, ὁ θεώμενος, θαυμάζων, θ. τόξων Ὀδ. Φ. 397· ἀκρασίης Περικτιόνη παρὰ Στοβ. 488. 7.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui regarde avec admiration, gén..
Étymologie: θηέομαι.

English (Autenrieth)

(θηέομαι): beholder, i. e. fancier; τόξων, Od. 21.397†.

Greek Monolingual

θηητήρ, -ος ὁ (Α) θηέομαι
αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων»).

Greek Monotonic

θηητήρ: -ῆρος, ὁ, Ιων. αντί θεατής, αυτός που παρατηρεί προσεκτικά, αυτός που ατενίζει, θαυμαστής, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θηητήρ: ῆρος ὁ любитель, знаток (τόξων Hom.).

Middle Liddell

θηητήρ, ῆρος, [ionic for θεατής,]
one who gazes at, an admirer, Od.