ἔκλαμπρος

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκλαμπρος Medium diacritics: ἔκλαμπρος Low diacritics: έκλαμπρος Capitals: ΕΚΛΑΜΠΡΟΣ
Transliteration A: éklampros Transliteration B: eklampros Transliteration C: eklampros Beta Code: e)/klampros

English (LSJ)

ον, A very bright, φλόγες LXX Wi.17.5, cf. Sch.Arat. 169 : neut. as Adv., ἔκλαμπρον γελᾶν Ath.4.158d. Regul.Adv. -ρως brilliantly, Annuario3.151 (Pisidia, ἐγλ-lapis).

German (Pape)

[Seite 766] sehr glänzend, sehr hell, Sp.; ἔκλαμπρον γελᾶν, hell auflachen, Ath. IV, 158 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, Σχόλ. εἰς Ἄρατ., ἔκλαμπρον γελᾶν Ἀθήν. 158D.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de astros resplandeciente ἄστρων ἔκλαμπροι φλόγες LXX Sap.17.5, cf. Sch.Arat.169, Ἥλιος PMag.3.143
neutr. subst. τὸ ἔ. brillo Polem.Phgn.23
fig. del alma, Leont.Const.Hom.9.51, cf. Cat.Cod.Astr.12.105.16.
2 de sonidos estrepitoso neutr. sg. como adv. γελάσαντος πάνυ ἔκλαμπρον mientras se reía estrepitosamente Ath.158d.
II adv. -ως brillantemente, con brillantez ἱερασάμενον ... ἐν ταῖς ἄλλαις ἱερωσύναις ἐκτενῶς καὶ ἐ. SEG 2.717 (Pisidia, imper.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)
1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός
2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος
ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι
μσν.
1. ένδοξος, ξακουστός
2. εγκάρδιος, θερμός
3. θαυμαστός, εξαιρετικός
4. ζωηρός
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.