ἤλυσις

From LSJ
Revision as of 11:57, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤλῠσις Medium diacritics: ἤλυσις Low diacritics: ήλυσις Capitals: ΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: ḗlysis Transliteration B: ēlysis Transliteration C: ilysis Beta Code: h)/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A = ἔλευσις step, gait, βραδύπουν ἤ. προτιθεῖσα E.Hec. 67; πυκνὴν βαίνων ἤ. Id.Ph.844; πικρὰν διώκων ἤ. Id.HF1041.

German (Pape)

[Seite 1164] ἡ, das Gehen, der Gang; σπεύσω βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῖσα Eur. Hec. 66; πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν Phoen. 851.

Greek (Liddell-Scott)

ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, ὁδός, πορεία, βραδύπουν ἠλ. σπεύδειν Εὐρ. Ἑκ. 67· πυκνὴν βαίνειν ἤλ., ὁ αὐτ. Φοιν. 844· πικρὰν διώκων ἤλ. ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1041· - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 251, ἴδε Δινδ. - Πρβλ. Κόντον. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 147.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aller, marche.
Étymologie: cf. ἤλυθον.

Greek Monolingual

ἤλυσις, ἡ (Α)
οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ-) του θ. ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση του αρχ. φωνήεντος (η-) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του ελ-ήλυθ-α ή σε σύνθετα του τύπου εν-ηλύσια, επ-ηλύσια (βλ. ηλύσιος)].

Greek Monotonic

ἤλῠσις: -εως, ἡ, = ἔλευσις, οδός, πορεία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἤλῠσις: εως ἡ хождение, движение: βραδύπους ἤλυσις ἄρθρων Eur. медленное передвижение (старческих) членов (Гекубы); πικρὰν ἤλυσιν διώκειν Eur. совершать мучительный путь.

Middle Liddell

ἤλῠσις, εως = ἔλευσις
a step, Eur.

English (Woodhouse)

gait, manner of walking, way of walking

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)