ἰχθυοτρόφος

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοτρόφος Medium diacritics: ἰχθυοτρόφος Low diacritics: ιχθυοτρόφος Capitals: ΙΧΘΥΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ichthyotróphos Transliteration B: ichthyotrophos Transliteration C: ichthyotrofos Beta Code: i)xquotro/fos

English (LSJ)

ον, A feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.Luc.39.

German (Pape)

[Seite 1276] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, πλήρης ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des poissons, abondant en poissons.
Étymologie: ἰχθύς, τρέφω.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰχθυοτρόφος, -ον)
(για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος
αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

ἰχθυοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος από ψάρια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυοτρόφος: питающий (разводящий) рыб, богатый рыбой (διαδρομαί Plut.).

Middle Liddell

ἰχθυο-τρόφος, ον
feeding fish: full of fish, Plut.