ὀξύγαλα

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠγᾰλα Medium diacritics: ὀξύγαλα Low diacritics: οξύγαλα Capitals: ΟΞΥΓΑΛΑ
Transliteration A: oxýgala Transliteration B: oxygala Transliteration C: oksygala Beta Code: o)cu/gala

English (LSJ)

ακτος, τό, A oxygala, sour milk, whey, πίνουσι . . ὀ. τῶν προβάτων Ctes.Fr.57.22, cf. Str.7.4.6, Plu.Art.3, Gal.6.689.

German (Pape)

[Seite 352] ακτος, τό, saure Milch, geronnene Milch, Strah. 7, 4, 6 Plut. Artax. 3 u. Folgde, bes. Medic., bei denen es auch den frischen Quarkkäse zu bezeichnen scheint.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, πίνουσι.. ὀξύγαλα τῶν προβάτων Κτησ. Ἰνδ. 22, πρβλ. Στράβ. 311, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3. πρβλ. Κολουμέλλ. 12. 8.

French (Bailly abrégé)

ὀξυγάλακτος (τό) :
lait aigri, petit-lait.
Étymologie: ὀξύς, γάλα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀξύγαλα)
ξινό γάλα, ξινόγαλα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το γιαούρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γάλα.

Greek Monotonic

ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, ορός γάλακτος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύγᾰλα: ακτος (ῠ) τό кислое молоко Plut.

Middle Liddell

ὀξύ-γᾰλα, ακτος, εος, τό,
sour milk, whey, Strab.