Τερμέρειον

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τερμέρειον Medium diacritics: Τερμέρειον Low diacritics: Τερμέρειον Capitals: ΤΕΡΜΕΡΕΙΟΝ
Transliteration A: Terméreion Transliteration B: Termereion Transliteration C: Termereion Beta Code: *terme/reion

English (LSJ)

or Τερμέριον κακόν, τό, prov., A a misfortune one brings on oneself, said to be derived from one Τέρμερος a highwayman, Philipp. ap.Sch.E.Rh.509, Plu.Thes.11, Jul.Or.7.210d; prob. to be restored for μερμέριον κ. in Luc.Lex.11: τερμερίης prob.portentous in Epic.Alex. Adesp.2.15. 2 τὸ τ., = membrum virile, dub. in AP11.30 (Phld.).

Greek (Liddell-Scott)

Τερμέρειον: ἢ Τερμέριον κακόν, τό, παροιμία ἐπὶ κακοῦ ὃ ἐπισύρει τις καθ’ ἑαυτοῦ, καὶ λέγεται ὅτι παρήχθη ἔκ τινος Τερμέρου λῃστοῦ, Πλουτ. Θησ. 11, ἴδε Παροιμιογρ. 377· πιθανῶς οὕτως διορθωτέον ἀντὶ μερμέριον κ. ἐν Λουκ. Λεξιφάν. 11. - Κατὰ Σουΐδ.: «τερμέρια κακά.... τὰ μεγάλα κακά». 2) τὸ τερμέριον, ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ μορίου, Φιλόδημ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 30.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
s.e. κακόν;
mal de Terméros, càd mal qu’on s’attire soi-même.
Étymologie: Τέρμερος.

Greek Monotonic

Τερμέρειον: ή Τερμέριονκακόν, τό, παροιμ., λέγεται για το κακό το οποίο επισύρει κάποιος στον εαυτό του· λέγεται ότι προήλθε από κάποιον Τέρμερα ληστή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Τερμέρειον, ορ Τερμέριον, κακόν, οῦ,
Τερμέρειον, or Τερμέριον, κακόν, proverb. of a misfortune one brings on oneself, said to be derived from one Τέρμερος a highwayman, Plut.