μυγαλῆ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
(uncontr. μῡγᾰλέη Nic.Th.816), ἡ, (μῦς, γαλέη) A shrew mouse, shrew-mouse, shrewmouse, field-mouse, Hdt.2.67, Sannyr.8, Cephisod.7, Anaxandr.39.14, Arist.HA604b19, LXX Le.11.30, Dsc.2.68 (v.l. μυογαλῆ), Philum. Ven.33, Iamb.Myst.5.8.—On the accent v. Hdn.Gr.2.911.
Greek (Liddell-Scott)
μῡγᾰλῆ: ἡ, (μῦς, γαλέη) ὁ ἀρουραῖος μῦς, Λατ. mus araneus, Ἡρόδ. 2. 67, Κηφισόδωρ. ἐν «Ὑῒ» 1, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6. Ἐν Νικ. Θηρ. 816 ἀπαντᾷ ὁ ἀσυναίρετος τύπος μῡγᾰλέη· καὶ ἐν Διοσκ. 2. 73 μυογάλη. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 6. 23.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. μυγαλέη.
Greek Monolingual
η (Α μυγαλῆ, -έα και μυγαλέη και μυγάλη και, κατά τον Διόσκ. μυαγελῆ)
νεοελλ.
ζωολ. ονομασία μεγάλων ορθόγναθων αραχνών της ομάδας μυγαλόμορφα
αρχ.
είδος ποντικού με σουβλερή μύτη, ο αρουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυ- του μῦς, μυ-ός «ποντικός» + γαλῆ «γάτα»].
Greek Monotonic
μῡγᾰλῆ: ἡ (μῦς, γαλέη), αρουραίος, ποντικός των αγρών, Λατ. mus araneus, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[μῦς, γαλέη
the shrew-mouse, field-mouse, Lat. mus araneus, Hdt.