βακχεύσιμος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, Bacchanalian, frenzied, E. Ba. 298.
German (Pape)
[Seite 427] bacchisch begeistert, Eur Bacch. 298.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre aux fêtes ou aux mystères de Bacchus.
Étymologie: βακχεύω.
Spanish (DGE)
-ον subst. τὸ β. lo báquico E.Ba.298, Callistr.8.5.
Greek Monolingual
βακχεύσιμος, -ον (Α)
γεμάτος βακχική μανία.
Russian (Dvoretsky)
βακχεύσιμος: вакхический, вакхически исступленный Eur., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βακχεύσιμος -ον βακχεύω bacchantisch, razend.