ἐκσαλάσσω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A shake violently, AP5.234 (Maced.), v.l. in Theoc. 2.85.
German (Pape)
[Seite 778] = Folgdm, Maced. 3 (V, 235).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσᾰλάσσω: μετακινῶ, ἐκσείω, Ἀνθ. Π. 5. 235.
French (Bailly abrégé)
secouer violemment.
Étymologie: ἐκ, σαλάσσω.
Spanish (DGE)
(ἐκσᾰλάσσω)
sacudir con violencia, agitar con fuerza del amor y sus efectos μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξεσάλαξεν una enfermedad abrasadora me zarandeó Theoc.2.85, τὴν δ' ἐνὶ θυμῷ ἐξεσάλαξας ὅλην ... φαντασίην AP 5.234 (Maced.).
Greek Monolingual
ἐκσαλάσσω (Α)
μετακινώ, κλονίζω δυνατά και βίαια, τινάζω.
Greek Monotonic
ἐκσᾰλάσσω: κουνώ, σείω βίαια, τραντάζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσᾰλάσσω: потрясать (ὅλην φαντασίαν θάμβεϊ Anth.).