τάραχος
English (LSJ)
[τᾰ], ὁ, A = ταραχή, X.An.1.8.2, Cyr.7.1.32, Oec.8.10, Epicur.Ep.1p.28U., al., LXXEs.1.1, al., Plu.Pomp.61, BGU889.23 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1070] ὁ, = ταραχή, Xen. An. 1, 8, 2 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 1 Arat. 32, S. Emp. adv. geom. 57.
Greek (Liddell-Scott)
τάρᾰχος: [ᾰ], ὁ, = ταραχή, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 2, Κύρ. 7. 1, 32, Οἰκ. 8. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ταραχή.
English (Strong)
masculine from ταράσσω; a disturbance, i.e. (popular) tumult: stir.
English (Thayer)
ταραχου, ὁ (παράσσω), commotion, stir (of mind): tumult (A. V. stir), Sept.; Xenophon, Plutarch, Lucian).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ ταράσσω
ταραχή
νεοελλ.
1. ψυχική ταραχή
2. φρ. «τράβηξε τών παθών του τον τάραχο» — βασανίστηκε πολύ, υπέστη τα πάνδεινα.
Greek Monotonic
τάρᾰχος: [ᾰ], ὁ, = ταραχή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τάρᾰχος: (τᾰ) ὁ Xen., NT = ταραχή.
Middle Liddell
τᾰ́ρᾰχος, ὁ, = ταραχή, Xen.]
Chinese
原文音譯:t£racoj 他拉何士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:攪擾
字義溯源:滋擾,騷亂,驚愕,騷動,擾亂;源自(ταράσσω)*=激動,攪亂)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 擾亂(2) 徒12:18; 徒19:23