ὀρίγανον

From LSJ
Revision as of 12:19, 9 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῑγᾰνον Medium diacritics: ὀρίγανον Low diacritics: ορίγανον Capitals: ΟΡΙΓΑΝΟΝ
Transliteration A: oríganon Transliteration B: origanon Transliteration C: origanon Beta Code: o)ri/ganon

English (LSJ)

τό, Epich.17, Hp. Vict.2.54, Ar.Fr.130, Antiph.222.4, Amips.35, Thphr.HP1.9.4, al. :— also ὀρίγᾰνος, ἡ, Ar.Ec.1030, Arist.Pr.925a29, HA612a25, Thphr. HP6.1.4, al., Clearch. ap. Ath.3.116e, Dsc.3.27, Gal.12.91, cf. 6.668 ; ὀρίγανος, ὁ, Ion Eleg.5, Hp.Epid.5.54, Anaxandr.50:—an acrid herb, A ὀ. Ἡρακλεωτική Dsc., Gal. ll. cc. ; = ὀ. λευκή organy, Origanum heracleoticum, Thphr.HP6.2.3 ; ὀ. μέλαινα marjoram, Origanum viride, ibid. ; ὀρίγανον βλέπειν look origanum, i. e. look sour or crabbed, like νᾶπυ βλ., Ar.Ra.603. [In codd. freq. wrongly ὀρείγανον, v. Hdn.Gr.2.410 ; ἐρίγανον PTeb.112 Intr. (ii B. C.).]

German (Pape)

[Seite 377] τό, od. ὀρίγανος, ἡ, ein scharf od. bitter schmeckendes Kraut, origanum, Theophr. u. A. Das fem. hat Ar. Eccl. 1030 u. Cearch. bei Ath. III, 116 d; Ion bei demselben II, 68 c auch ὁ ὀρίγανος. – Ὀρίγανον βλέπειν, aussehen, wie Einer, der Origanum gegessen hat, sauer sehen, Ar. Ran. 602. – [Wegen der Länge des ι findet sich auch ὀρείγανον geschrieben.]

Greek (Liddell-Scott)

ὀρίγᾰνον: [ῑ]. τό, βοτάνη τις πικρὰν ἢ δριμεῖαν γεῦσιν ἔχουσα, κοινῶς «ῥίγανη»· ἦσαν δὲ ταύτης πολλὰ εἴδη, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολ. 630, 50, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 180, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1, 4, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 4 - ὡσαύτως, ὀρίγανος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1030, Ἀριστ. Προβλ. 20, 22, 3, κ. ἀλλ.· ὀρίγανος, ὁ, Ἴων 5, Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 2, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 630. 49· - ὀρίγανον βλέπειν, δριμὺ βλέπειν, ὡς τὸ νᾶπυ βλ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 603. [Οἱ ἀντιγραφεῖς συχνάκις ἔγραψαν ὀρείγανον.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
origan (plante d’un parfum pénétrant) ; fig. ὀρίγανον βλέπειν lancer des regards pénétrants, perçants.
Étymologie: ὄρος, γάνος.

Greek Monotonic

ὀρίγᾰνον: [ῑ], τό, βότανο με πικρή γεύση, ρίγανη, ματζουράνα, ὀρίγανον βλέπειν, μοιάζω με ρίγανη, δηλ. έχω τραχιά, δύστροπη όψη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρίγᾰνον: τό Arph. = ὀρίγανος.

Middle Liddell

ὀρῑ́γᾰνον, ου, τό,
a bitter herb, marjoram, ὀρίγανον βλέπειν to look origanum, i. e. to look sour or crabbed, Ar.