ὑπεκκλίνω
English (LSJ)
[ῑ], A bend aside, escape, Ar.Eq.272 (troch.): c. acc., shun, avoid, Plu.Cam.18.
German (Pape)
[Seite 1186] ausbiegen, ausweichen; Ar. Equ. 272; τί, Plut. Camill. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω κατὰ μέρος, ἐκφεύγω, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, ἀποφεύγω, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· ὡσαύτως μετὰ γεν., Βυζ.
French (Bailly abrégé)
esquiver en se détournant un peu, éviter.
Étymologie: ὑπό, ἐκκλίνω.
Greek Monolingual
Α
1. εκφεύγω, διαφεύγω
2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῡ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκκλίνω: [ῑ], -εκκλῐνῶ, κλίνω, γέρνω στο πλάι, δραπετεύω, διαφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, αποφεύγω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκκλίνω: (ῑ) отклоняться, увертываться Arph.: ὑ. τὴν ἐπιφορὰν πρὸς τοὺς λόφους Plut. отходить под натиском (противника) к холмам.
Middle Liddell
-εκκλῐνῶ
to bend aside, escape, Ar.: c. acc. to shun, avoid, Plut.