ὑπεκκλίνω

From LSJ
Revision as of 10:09, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</orth></form>" to "")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκκλίνω Medium diacritics: ὑπεκκλίνω Low diacritics: υπεκκλίνω Capitals: ΥΠΕΚΚΛΙΝΩ
Transliteration A: hypekklínō Transliteration B: hypekklinō Transliteration C: ypekklino Beta Code: u(pekkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], A bend aside, escape, Ar.Eq.272 (troch.): c. acc., shun, avoid, Plu.Cam.18.

German (Pape)

[Seite 1186] ausbiegen, ausweichen; Ar. Equ. 272; τί, Plut. Camill. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω κατὰ μέρος, ἐκφεύγω, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, ἀποφεύγω, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· ὡσαύτως μετὰ γεν., Βυζ.

French (Bailly abrégé)

esquiver en se détournant un peu, éviter.
Étymologie: ὑπό, ἐκκλίνω.

Greek Monolingual

Α
1. εκφεύγω, διαφεύγω
2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῡ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκκλίνω: [ῑ], -εκκλῐνῶ, κλίνω, γέρνω στο πλάι, δραπετεύω, διαφεύγω, σε Αριστοφ.· με αιτ., εκτρέπομαι, αποφεύγω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκκλίνω: (ῑ) отклоняться, увертываться Arph.: ὑ. τὴν ἐπιφορὰν πρὸς τοὺς λόφους Plut. отходить под натиском (противника) к холмам.

Middle Liddell

-εκκλῐνῶ
to bend aside, escape, Ar.: c. acc. to shun, avoid, Plut.