λεχαῖος

From LSJ
Revision as of 08:45, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεχαῖος Medium diacritics: λεχαῖος Low diacritics: λεχαίος Capitals: ΛΕΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lechaîos Transliteration B: lechaios Transliteration C: lechaios Beta Code: lexai=os

English (LSJ)

α, ον, (A λέχος 1) of or for a couch, φυλλάς A.R.1.1182, cf. Theognost.Can.9. II (λέχος 4) in the nest, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων for her nestlings, A.Th.292 (Lachm., for λεχέων).

German (Pape)

[Seite 36] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.

Greek (Liddell-Scott)

λεχαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), ὅπως συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ μέτρον καὶ τὴν ἔννοιαν.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
couché dans le nid.
Étymologie: λέχος.

Greek Monolingual

λεχαῖος, -αία, -ον (Α) λέχος
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη
2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λεχαῖος: -α, -ον (λέχος), αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, τέκνα λεχαῖα, νεοσσοί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λεχαῖος: находящийся в гнезде (τέκνα Aesch.).

Middle Liddell

λεχαῖος, η, ον λέχος
in bed, τέκνα λεχαῖα nestlings, Aesch.