αίρω

From LSJ
Revision as of 09:40, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

αἴρω και ποιητ. ἀείρω)
1. σηκώνω, υψώνω
2. σηκώνω κάτι και το κρατώ υψωμένο, βαστάζω
3. τερματίζω, βάζω τέλος σε κάτι
4. ακυρώνω, ανακαλώ, καταργώ
νεοελλ.
(επίρρ. φρ.) «άρον-άρον», βιαστικά, επειγόντως, διά της βίας
μσν.
φρ. «αἴρω λόγους», συνομιλώ, συζητώ
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάτι (π. χ. το τείχος) υψηλό, ανυψώνω
2. παίρνω, αντλώ, συλλέγω
3. φέρω, φορώ
4. (για πολεμικές επιχειρήσεις) είμαι έτοιμος για αναχώρηση, ξεκινώ, ξεσηκώνομαι
5. εντείνω, αυξάνω
6. επαινώ, εκθειάζω, μεγαλύνω