Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αντιποιώ

From LSJ
Revision as of 16:24, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

(-έω) (Α)
1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ
2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτι
β) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματα
γ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτι
δ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλος
ε) έχω κάποιον τόπο υπό την εξουσία μου
νεοελλ.
μέσ. ἀντιποιοῦμαι
οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι ξένο πράγμα ή δικαίωμα.