Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αντιποιώ

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

(-έω) (Α)
1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ
2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτι
β) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματα
γ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτι
δ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλος
ε) έχω κάποιον τόπο υπό την εξουσία μου
νεοελλ.
μέσ. ἀντιποιοῦμαι
οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι ξένο πράγμα ή δικαίωμα.