αντιποιώ
From LSJ
ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι → go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie | go tell the Spartans, thou that passest by, that here obedient to their words we lie
Greek Monolingual
(-έω) (Α)
1. ανταποδίδω κάποια πράξη, κάνω και εγώ
2. μέσ. α) επιδιώκω, επιζητώ κάτι
β) εγείρω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ από κάποιον, προβάλλω δικαιώματα
γ) καυχώμαι ότι γνωρίζω κάτι
δ) ενεργώ σαν αντίπαλος, είμαι αντίπαλος
ε) έχω κάποιον τόπο υπό την εξουσία μου
νεοελλ.
μέσ. ἀντιποιοῦμαι
οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι ξένο πράγμα ή δικαίωμα.