προνοώ

From LSJ
Revision as of 16:40, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source

Greek Monolingual

προνοῶ, -έω, ΝΜΑ νοῶ
δείχνω πρόνοια για κάτι, φροντίζω εκ τών προτέρων (α. «είχε προνοήσει από νωρίς για τις σπουδές τών παιδιών του» β. «οἵ τε γὰρ πατέρες προνοοῡσι τῶν παίδων ὅπως μήποτε αὐτοὺς τἀγαθὰ ἐπιλείψει», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
1. αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω (α. «θεῑος νοῡς νοεῑ μὲν ὡς νοῡς, προνοεῑ δὲ ὡς θεός», Πρόκλ.
β. «δόλον δ' οὔτι προνόησαν», Ομ. Ιλ.)
2. χορηγώ, παρέχω («Ἰησοῡς... αἰώνιον βασιλείαν προνοῆσαι ἐπήγγελται», Ιουστ.)
αρχ.
1. προσχεδιάζω, μελετώ εκ τών προτέρων («καὶ ἅμα τὸ παραγγελλόμενον προνοεῑτε», Ξεν.)
2. είμαι προνοητικός, παίρνω τα αναγκαία μέτρα για να προφυλαχθώ («ὥρα προνοεῑν, πρὶν ὅροις πελάσαι στρατὸν Ἀργείων», Ευρ.)
3. μέσ. προνοοῦμαι
α) προβλέπω («ἀδυνατοῦμεν τὰ συμφέροντα προνοεῑσθαι ὑπὲρ τῶν μελλόντων», Ξεν.)
β) φροντίζω, μεριμνώ από πριν («ὃς ἄν τι καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς οἰκίας προνοῆται», Θουκ.)
γ) εποπτεύω, επιβλέπω («προνοεῑσθαι τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνδριάντος», επιγρ.).