φιμώνω
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek Monolingual
φιμῶ, -όω, ΝΜΑ φιμός
(σχετικά με ζώο) βάζω φίμωτρο
νεοελλ.
1. κλείνω το στόμα κάποιου με το χέρι μου ή με άλλο μέσο, για να τον εμποδίσω να φωνάξει
2. μτφ. στερώ την ελευθερία του λόγου («ο Τύπος φιμώθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας»)
3. φρ. «φιμώνω το σχοινί»
ναυτ. δένω την άκρη του σχοινιού με σπάγγο για να μην ξεφτίσει
μσν.-αρχ.
υποτάσσω, δαμάζω («φιμώσωμεν τῆς ἑαυτῶν σαρκὸς τὸ φρόνημα», Μάρκ. Ερ.)
αρχ.
1. κατασιγάζω, αποστομώνω
2. παθ. φιμοῦμαι, -όομαι
μένω σιωπηλός, σιωπώ
3. φρ. «φιμοῦμαι πρός τι» — κρατώ το στόμα μου κλειστό για κάτι, δεν λέω κάτι (Σέξτ. Εμπ.).