κακουργώ
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek Monolingual
(AM κακουργῶ, -έω) κακούργος
κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῖν καὶ κακουργεῖν», Αριστοφ.)
νεοελλ.-μσν.
(για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω
αρχ.
1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.)
2. λεηλατώ και ερημώνω χώρα («κακουργεῖν τὴν Εὔβοιαν», Θουκ.)
3. παραποιώ, διαφθείρω («τοὺς νόμους κακουργῶν εἴληπται», Δημοσθ.)
4. φρ. α) «κακουργῶ ἐν τοῖς λόγοις» — αγωνίζομαι με σοφιστικά τεχνάσματα
β) «κακουργῶ τὸν λόγον» — καταστρέφω, χαλώ το επιχείρημα
γ) «εὗρέν τι κακουργηθέν» — βρήκε ότι διαπράχθηκε απάτη πάπ..