επιτείνω
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
Greek Monolingual
(AM ἐπιτείνω) τείνω
1. επαυξάνω, εντείνω, κάνω κάτι εντονότερο (α. «επέτεινε τις προσπάθειες» β. «ἔρωτας ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει», Πλάτ.)
αρχ.
1. εκτείνω πάνω από κάτι, απλώνω («οίκοδόμεε γέφυραν... ἐπιτείνεσκε δ’ ἐπ’ αὐτήν... ξύλα τετράγωνα», Ηρόδ.)
2. τεντώνω, αυξάνω την τάση («ἐπιτεῖναί τε καὶ ἀνεῖναι ἢν ἂν βούλῃ τῶν χορδῶν», Πλάτ.)
3. προσδίδω ισχύ, δύναμη ενέργειας («ἐὰν δέ τις ἐπιτείνῃ μᾱλλον ἐκατέραν αὐτῶν [ὀλιγαρχίαν καὶ δημοκρατίαν]», Αριστοτ.)
4. παροτρύνω, παρακινώ («ἐπέτεινεν οὖν ἔτι μᾱλλον αὐτὸς ἑαυτὸν ἐν ταῑς στρατείαις καὶ ταῑς κυνηγεσίαις», Πλούτ.)
5. (αμτβ.) εντείνομαι, αυξάνομαι, γίνομαι ισχυρότερος («καὶ ἐάν τε ἐπιτείνῃ ἡ κίνησις ἐάν τε ἀνιῇ ἐάν τε μένῃ» Αριστοτ.)
6. (παθ. ἐπιτείνομαι
α) αποκτώ κύρος, ανυψώνομαι («ἀλλ’ ἐκλεγόμενοι τίνων αἱ τιμαὶ ἐπετέταντο», Δημοσθ.)
β) βασανίζομαι απὸ κάτι, υποφέρω («ὅταν χαλασθῇ τὸ σῶμα ἡμῶν ἀμέτρως ἢ ἐπιταθῇ ὑπὸ νόσων καὶ ἄλλων κακῶν», Πλάτ.)
γ) παρατείνομαι, διαρκώ περισσότερο χρόνο
δ) καρτερώ, υπομένω, βαστώ («ἐπιταθῆναι πλείω χρόνον», Ξεν.).