φιλοτεχνώ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
φιλοτεχνῶ, -έω, ΝΜΑ φιλότεχνος
ασκώ την τέχνη μου με ζήλο και αγάπη («εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾱς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με πολλή τέχνη, με δεξιοτεχνία
2. δημιουργώ ένα έργο τέχνης («τον ανδριάντα φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης...»
αρχ.
1. συζητώ για την τέχνη, δείχνω ενδιαφέρον για την τέχνη («εὑρησιλογῶν καὶ φιλοτεχνῶν πρὸς τοὺς τορευτὰς καὶ τοὺς ἄλλους τεχνίτας», Πολ.)
2. χρησιμοποιώ τεχνάσματα, πανουργίες («οἱ πολιουρκούμενοι πρὸς ἀλλήλους εἰώθασιν ἀντιμηχανᾱσθαι καὶ φιλοτεχνεῖν», Πολ.)
3. επινοώ, εφευρίσκω
4. (με απρμφ.) κατορθώνω με την τέχνη ώστε να... («ἐφιλοτέχνησαν πλῆθος ἰχθύων ἐν αὐτῇ ποιῆσαι», Διόδ.)
5. παθ. φιλοτεχνοῦμαι, -έομαι
(για πράγμ.) με ειδική επεξεργασία γίνομαι κατάλληλος για κάτι («στόμιον... πεφιλοτεχνημένον πρὸς ταύτην τὴν ὀξύτητα», Διόδ.).