υπηρετώ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
ὑπηρετῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπηρέτης
1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», Ξεν.)
2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με αφοσίωση τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.
γ. «οὐ γὰρ ἂν καλῶς ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», Σοφ.)
3. εκπληρώνω τη στρατιωτική μου θητεία
νεοελλ.
εκτελώ δημόσια ή άλλη υπηρεσία («υπηρέτησα τρία χρόνια στις ακριτικές περιοχές»)
μσν.-αρχ.
διακονώ, εκτελώ υπηρεσία με αφοσίωση και υπακοή
αρχ.
1. είμαι κωπηλάτης σε πλοίο («πλοῑον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῑσθαι δυνάμενον», Διόδ.)
2. βοηθώ, προσφέρω βοήθεια («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», Ηρόδ.)
3. βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
4. παθ. ὑπηρετοῦμαι, -έομαι
εκτελούμαι ως υπηρεσία («τὰ ἀπ' ἡμέων εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», Ηρόδ.)
5. φρ. α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — περιποιούμαι κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (Αριστοφ.)
β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — συνηγορώ, υποστηρίζω (Ευρ.)
γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — εξυπηρετώ σε ό,τι απομένει να γίνει (Πλάτ.).