προσκυνώ

From LSJ
Revision as of 08:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

Greek Monolingual

-άω / προσκυνῶ, -έω, ΝΜΑ
1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ ἄνθρωπος προσκύνησε Κυρίῳ», ΠΔ
γ. «πρόσκυσον... τοὺς θεούς», Αριστοφ.)
2. (σχετικά με ιερούς τόπους) κάνω προσκύνημα (α. «εισέ παλάτια βασιλιώ τα μάτια όντε στραφούσι, / πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι», Ερωτόκρ.
β. «πατρῷα προσκύσασθ' ἕδη», Σοφ.)
3. χαιρετίζω υψηλό και, γενικότερα, σεβαστό πρόσωπο με υπόκλιση, υποκλίνομαι με σεβασμό για να χαιρετίσω κάποιον («τιμᾱν βασιλέα καὶ προσκυνεῖν», Πλούτ.)
4. (γενικά) χαιρετώ κάποιον με σεβασμό («ἐσέβηκα στὸ σπίτι της καὶ προσεκύνησά την», Πρόδρ.)
5. φιλώ ευλαβικά (α. «πήγε να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα» β. «σοῡ προσκυνήσω τὴν χεῑρα», πάπ.)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. παρακμ.) προσκυνημένος, -η, -ο
(ιδίως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας) άτομο που δήλωσε υποταγή σε κυρίαρχο, ιδίως στον σουλτάνο («κλέφτης προσκυνημένος»)
νεοελλ.-μσν.
υποτάσσομαι σε κυρίαρχο, δηλώνω υποταγή («το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα», δημ. τραγούδι)
μσν.
μεταβαίνω σε ιερούς τόπους για προσκύνημα
αρχ.
1. δέχομαι ή λαμβάνω κάτι με σεβασμό («προσεκύνησά σου τὰ γράμματα», πάπ.)
2. παρακαλώ, ικετεύω κάποιον
3. παροιμ. φρ. «οἱ προσκυνοῡντες τὴν Ἀδράστειαν» — αυτοί που εύχονται την αποτροπή της οργής της Νεμέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κυνῶ «φιλώ, ασπάζομαι». Ο νεοελλ. τ. προσκυνάω, κατά τα νεοασυναίρετα ρημ. σε -άω].