συννέμω

From LSJ
Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέμω Medium diacritics: συννέμω Low diacritics: συννέμω Capitals: ΣΥΝΝΕΜΩ
Transliteration A: synnémō Transliteration B: synnemō Transliteration C: synnemo Beta Code: sunne/mw

English (LSJ)

A feed or tend together, of the shepherd:—Pass., feed with, τοῖς θήλεσι, of the males, Arist.HA572b21. 2 generally, make one's partner or associate, εἰσαγαγεῖν τὴν δοκιμασίαν συννείμαντας IG 22.850.20; Ῥώμη προσποιοῦσα ἑαυτῇ καὶ συννέμουσά τινας Plu.Rom. 16:—Pass., to be associated, Id.2.424a; ποιητικὴν μουσικῇ -ομένην ib.744f; ἀχθόμενος ἐπὶ τῷ -νέμεσθαι πολλάκις Ἀκέστορι Satyr.Vit.Eur. Fr.39xv29; cf. συννομέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συννέμω: νέμω, βόσκω ὁμοῦ, ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397.

French (Bailly abrégé)

partager ou attribuer ensemble.
Étymologie: σύν, νέμω.

Greek Monolingual

Α
1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον
2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.)
3. μέσ. συννέμομαι
α) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῖστα οὐ συννέμονται ταῖς θηλείαις πρὸ τῆς ὥρας τοῦ ὀχεύειν»
β) μτφ. έχω στενές σχέσεις με κάτι ή με κάποιον («ποιητικὴν δὲ μουσικῇ συννεμομένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέμω «βόσκω, διαμοιράζω»].

Greek Monotonic

συννέμω: μέλ. -νεμῶ, βόσκω μαζί το κοπάδι, λέγεται για βοσκό· γενικά, κάνω κάποιον κοινωνό, μέτοχο, συνέταιρο, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέμω [σύν, νέμω] annexeren.

Russian (Dvoretsky)

συννέμω:
1) вместе пасти (συννέμεσθαί τινι Arst.);
2) уделять, назначать, присоединять (ἑαυτῷ τινας Plut.): ποιητικὴ μουσικῇ συννεμομένη Plut. поэтика, связанная с музыкой.

Middle Liddell

fut. -νεμῶ
to tend together, of the shepherd: generally, to make one's associate, Plut.