ενδιατρίβω
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
(AM ἐνδιατρίβω)
1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.)
2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾶλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.)
3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω, καταγίνομαι
αρχ.-μσν.
διαθέτω τον χρόνο μου, χρονοτριβώ, χασομερώ («χρόνον ἐνδιατρίψας τέ τινα περί τήν Ῥώμην»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) συναναστρέφομαι
2. μακραίνω τον λόγο, περιττολογώ.