κατασήπω

From LSJ
Revision as of 14:16, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασήπω Medium diacritics: κατασήπω Low diacritics: κατασήπω Capitals: ΚΑΤΑΣΗΠΩ
Transliteration A: katasḗpō Transliteration B: katasēpō Transliteration C: katasipo Beta Code: katash/pw

English (LSJ)

A cause or allow to rot, X.Cyr.8.2.21:—Pass., rot away, ib.8.2.22; μὴ… κατὰ Χρόα πάντα σᾰπήῃ Il.19.27; ἕως ἂν κατασαπῇ Pl. Phd.86d; -σαπέντων τῶν καρπῶν CPHerm.6.16 (iii A.D.): so in pf. -σέσηπα Ar.Pl.1035, Philetaer.9. 2 metaph., cause or allow to linger, τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι Gal.10.264:—Pass., pine away, -σήπεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης ib.263; πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις -σαπῆναι Arr.Epict.4.10.20.

Greek (Liddell-Scott)

κατασήπω: κάμνω τι νὰ σαπίσῃ, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22.― Παθ., ἀόρ. β΄ κατεσάπην, καὶ μέλλ. κατασαπήσομαι, σαπίζω, σήπομαι καὶ καταπίπτω, μὴ… κατὰ… πάντα σαπήῃ Ἰλ. Τ. 27· ἕως ἂν τὰ ξύλα κατασαπῇ… καὶ κατασαπήσεσθαι Πλάτ. Φαίδων 86C· πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 20· ἃ οὐ κατασήπεται Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· οὕτω καὶ ὁ πρκμ. κατασέσηπα Ἀριστοφ. Πλ. 1035.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire pourrir ; au Pass. (f.2 κατασαπήσομαι, ao.2 κατεσάπην) pourrir, être pourri;
2 intr. (au pf. κατασέσηπα) être pourri.
Étymologie: κατά, σήπω.

Greek Monolingual

κατασήπω (AM)
παθ. κατασήπομαι
φθίνω, λειώνω
αρχ.
1. κάνω ή αφήνω κάτι να σαπίσει («τὰ μὲν αὐτῶν κατορύττουσι, τὰ δὲ κατασήπουσι, τὰ δὲ ἀριθμοῦν τες...», Ξεν.)
2. αφήνω κάποιον να αποχαυνώνεται («κατασήπειν τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σήπω «κάνω κάτι να σαπίσει»].

Greek Monotonic

κατασήπω: σαπίζω, αφήνω να σαπίσει, σε Ξεν. — Παθ., αόρ. βʹ κατ-εσάπην [ᾰ], Επικ. υποτ. γʹ ενικ. -σαπήῃ, με Ενεργ. παρακ. βʹ κατα-σέσηπα, φύομαι σαπισμένος, αποσυντίθεμαι, σαπίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασήπω: (pass.: fut. 2 κατασαπήσομαι, aor. 2 κατεσάπην)
1) подвергать гниению, гноить, pass. гнить, истлевать (οὔτε κατασήπεσθαι οὔτε λυμαίνεσθαι Xen.; ἐν δεσμωτηρίῳ Plut.): δείδω, μὴ … κατὰ χρόα πάντα σαπήῃ Hom. боюсь, как бы (тем временем) не истлело все тело (Патрокла); ἕως ἂν ἢ κατακαυθῇ ἢ κατασαπῇ Plat. (органические остатки существуют), пока они или не сгорят, или не сгниют;
2) (pf. κατασέσηπα) ирон. гнить, тлеть Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σήπω poët. conj. aor. pass. 3 sing. κατασαπήῃ act. met acc., causat., laten rotten:; τὰ δὲ κατασήπουσι een deel laten zij rotten Xen. Cyr. 8.2.21; laten wegrotten, in gevangenschap:. οὐδὲν ἀδικοῦντα με... κατασήποντας die mij zonder dat ik iets gedaan heb laten wegrotten Luc. 25.15. pass. intrans., met perf. κατασέσηπα rotten, vergaan:; κατὰ δὲ χρόα πάντα σαπήῃ (ik vrees dat) al zijn vlees zal rotten Il. 19.27 (tmesis); ἑως ἄν... κατασαπῇ totdat het vergaat Plat. Phaed. 86d; perf. verrot zijn:. κατασέσηπας jij bent verrot Aristoph. Pl. 1035.

Middle Liddell


to make rotten, let rot, Xen.:—Pass., aor2 κατ-εσάπην [ᾰ], epic 3rd sg. subj. -σαπήῃ, with perf. 2 act. κατα-σέσηπα, to grow rotten, rot away.