υπόκριση

From LSJ
Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

η / ὑπόκρισις, -ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ίσιος, Α ὑποκρίνομαι
1. η παράσταση του ρόλου ενός προσώπου στην σκηνή από τον ηθοποιό
2. μτφ. προσποίηση, υποκρισίαἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ιατρ. δήλωση ανύπαρκτης νοσηρής κατάστασης ή απόκρυψη πραγματικής
2. φρ. «υπόκριση ρόλου»
(ψυχολ.) ομαδική τεχνική, παρόμοια με το ψυχόδραμα
μσν.-αρχ.
μέρος της ρητορικής, στο οποίο ο υποψήφιος ρήτορας διδάσκεται να απαγγέλλει τον λόγο του χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τόνο της φωνής και την κατάλληλη στάση του σώματος
αρχ.
1. (για κραυγή ζώου) τόνος ή τρόπος («ὁ κυνηγέτης ἀπὸ τῆς ὑποκρίσεως ᾔσθετο τοῦ κυνὸς ὑλακτοῦν τος νῦν μὲν ὅτι ζητεί τὸν λαγόν, νῦν δὲ ὅτι εὗρεν...», Πορφ.)
2. απόκριση, απάντηση
3. μίμηση
4. (στην αιτ. ως επίρρ.) ὑπόκρισιν
σαν («δελφῑνος ὑπόκρισιν», Πίνδ.).