επιπείθομαι

From LSJ
Revision as of 22:55, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

ἐπιπείθομαι (Α)
1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.)
2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῖν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.)
3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι («μαρτυρίοισι γὰρ τοῑσδ’ ἐπιπείθομαι», Αισχύλ.)
4. υπακούω («ὅς κε θεοῑς ἐπιπείθηται, μάλα τ’ ἔκλυον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.).