παρατηρώ

From LSJ
Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source

Greek Monolingual

παρατηρῶ, -έω, ΝΜΑ τηρώ
1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζωπαρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο»)
2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχω
νεοελλ.
1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω
2. διακρίνω, αντιλαμβάνομαιπαρατηρώ μεγάλη βελτίωση στην κατάσταση του αρρώστου»)
2. (το παθ. ιδίως ως τριτοπρόσ.) παρατηρείται
γίνεται αντιληπτό, αισθητό, εμφανίζεται, παρουσιάζεται, σημειώνεται («παρατηρείται μεγάλη έκλυση τών ηθών»)
3. ελέγχω, επιπλήττω, επικρίνω, κάνω παρατηρήσεις («τον παρατήρησα, επειδή ήταν απρόσεκτος»)
αρχ.
1. εποπτεύω, εφορεύω, παρακολουθώ από κοντά
2. βλέπω επιφανειακά, όχι κατά βάθος
3. παραφυλάσσω
4. (ενεργ. και μέσ.) επιτηρώ με κακή πρόθεση, ενεδρεύω, περιμένω την ευκαιρία («παρετήρουν δὲ αύτὸν οἱ Φαρισαῖοι εἰ ἐν τῷ σαββάτῳ θεραπεύσει», ΚΔ)
5. (ενεργ. και μέσ.) τηρώ, φυλάσσω («εὐλαβεῖσθαι δεῑ καὶ παρατηρεῖν τὸ μέτριον», Αριστοτ.)
6. μέσ. τηρώ, φυλάσσω κάτι σύμφωνα με το θρησκευτικό έθιμο («τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν παρατηρεῖσθαι», Ιώσ.)
7. παθ. λαμβάνομαι υπό σημείωση.