εὐρόνοτος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ὁ and ἡ, A a wind between Εὖρος and Νότος, SSE., Arist.Mete.363b22 (pl.), Mu.394b33, Agathem. 2.7, IG14.1308, Gal.16.400.
German (Pape)
[Seite 1094] ὁ, der Windstrich zwischen dem Eurus u. Notus, Südsüdost, Arist. Meteorl. 2, 6 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρόνοτος: ὁ καὶ ἡ, ἄνεμός τις μεταξὺ Εὔρου καὶ Νότου, Λατ Phoenix ἢ Vulturnus, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 8, περὶ Κόσμ. 4. 14, Συλλ. Ἐπιγρ. 6180-81.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὐρόνοτος, ὁ, ἡ)
νότιος-νοτιοανατολικός άνεμος, όστρια-σιρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Εύρος (ο) + νότος.
Russian (Dvoretsky)
εὐρόνοτος: ὁ эвронот, юго-восточный ветер (лат. Phoenix или Vulturnus) Arst.