τελεόμηνος

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεόμηνος Medium diacritics: τελεόμηνος Low diacritics: τελεόμηνος Capitals: ΤΕΛΕΟΜΗΝΟΣ
Transliteration A: teleómēnos Transliteration B: teleomēnos Transliteration C: teleominos Beta Code: teleo/mhnos

English (LSJ)

ον, A with full complement of months, τ. ἄροτος, i.e. a full twelvemonth, S.Tr.824 (lyr.); τέκνα τ. children born after the full number of months, Arist.HA585a20.

German (Pape)

[Seite 1085] mit vollen, vollendeten Monden; ἄροτος, das durch die wiederkehrende Pflügezeit bezeichnete Jahr, Soph. Tr. 824; – τέκνον, ein vollkommen reifes, ausgetragenes Kind, das seine volle Zahl von Monaten hat, Arist. H. A. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

τελεόμηνος: -ον, ὁ τέλειος ὡς πρὸς τὸν ἀπαιτούμενον ἀριθμὸν τῶν μηνῶν, ὁ συμπληρώσας τὸ δωδεκάμηνον διάστημα τοῦ ἔτους, ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι δωδέκατος ἄροτος, ὁπότε ἤθελον τελειώσῃ τὰ δώδεκα ἐκ τελείων μηνῶν ἔτη, Σοφ. Τρ. 824· τέκνον τ., γεννηθὲν μετὰ συμπλήρωσιν τοῦ ὡρισμένου ἀριθμοῦ μηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a son nombre de mois révolu.
Étymologie: τέλεος, μήν².

Greek Monolingual

και τελειόμηνος, -ον, Α
1. τέλειος ως προς τον αριθμό τών μηνών που απαιτούνται («τελεόμηνος δωδέκατος ἄροτος», Σοφ.)
2. αυτός που έχει συμπληρώσει τους μήνες της κυοφορίας («τελεόμηνον τέκνον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + -μηνoς (< μήν, μηνός), πρβλ. δωδεκά-μηνος].

Greek Monotonic

τελεόμηνος: -ον (μήν), αυτός που συμπλήρωσε το δωδεκάμηνο διάστημα του έτους, τελεόμηνος ἄροτος, δηλ. ένα πλήρες δωδεκάμηνο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τελεόμηνος:
1) содержащий полное число месяцев, т. е. целый, круглый (ἄροτος Soph.);
2) доношенный (τέκνον Arst.).

Middle Liddell

τελεό-μηνος, ον, [μήν]
with full complement of months, τ. ἄροτος, i. e. a full twelvemonth, Soph.