ἑτερόδοξος

From LSJ
Revision as of 13:05, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόδοξος Medium diacritics: ἑτερόδοξος Low diacritics: ετερόδοξος Capitals: ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: heteródoxos Transliteration B: heterodoxos Transliteration C: eterodoksos Beta Code: e(tero/docos

English (LSJ)

ον, A differing in opinion, Luc.Eun.2. 2 holding opinions other than the right, heterodox, Ph. 1.403, al., Arr.Epict.2.9.19, J.BJ2.8.5; (ἰατρός) Sor.1.52, cf. Gal.9.670. Adv. -ξως in heterodox manner, τῆς μουσικῆς ἀκροᾶσθαι Philostr. VS2.1.11.

German (Pape)

[Seite 1048] von anderer, bes. irriger Meinung, Luc. Eun. 2 u. a. Sp., bes. K. S. im Ggstz von ὀρθόδοξος; auch adv., Philostr. v. soph. 2 p. 559.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόδοξος: -ον, ὁ ἔχων διάφορον δόξαν, διάφορον γνώμην, ἀντίθ. τῷ ὁμόδοξος, Λουκ. Εὐν. 2: ― ἐντεῦθεν, 2) πρεσβεύων ἄλλο παρὰ τὸ ὀρθόν, ἀκολουθῶν πλάνην, ἀντίθετ. τῷ ὀρθόδοξος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 19. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 5. ― Παρ’ Ἐκκλ., αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1176Β, ΙΙ. 457Α, Ἱππόλυτ. 617Α, 868Α, Ὠριγέν. Ι. 261Α, 1284C, κλ.― Ἐπίρρ. -ξως, κατὰ τρόπον ἑτερόδοξον, μετὰ διαφόρου γνώμης, Φιλόστρ. 559.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pense autrement qu’un autre.
Étymologie: ἕτερος, δόξα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη
ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και κυρίως το δόγμα του τριαδικού θεού και το μυστήριο του βαπτίσματος (σε διάκριση από τον αιρετικό, που αρνείται βασικά δόγματα της ορθόδοξης πίστης)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει διαφορετική γνώμη
2. ο αιρετικός.
επίρρ...
ἑτεροδόξως και ετερόδοξα (ΑΜ ἑτεροδόξως)
σύμφωνα με τη διδασκαλία τών αιρετικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterodox < μτγν. λατ. heterodoxus < ετερο- + -δοξος < δόξα.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόδοξος: инакомыслящий (в отличие от ὁμόδοξος) Luc., Sext.