Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιδράσσομαι

From LSJ
Revision as of 17:30, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδράσσομαι Medium diacritics: περιδράσσομαι Low diacritics: περιδράσσομαι Capitals: ΠΕΡΙΔΡΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: peridrássomai Transliteration B: peridrassomai Transliteration C: peridrassomai Beta Code: peridra/ssomai

English (LSJ)

Att. περιδράττομαι, A grasp, τινος Ph.2.136, Hierocl. p.37 A., Plu.Cam.26, Lys. 17 : c. acc., -δεδράχθαι θαυμάσιον ἀγαθόν Phld.Mort.18; ἡ φύσις τοῦ παντὸς π. τὰ ἐν αὐτῇ Iamb. ap. Simp. in Cat. 375.9: abs., Ph.2.353; ὥσπερ ενιοι -δράττονται arrogantly claim, Phld.Rh.1.214 S.

German (Pape)

[Seite 573] att. -ττομαι, mit den Händen umfassen, Plut. Cam. 26, vgl. Lys. 17, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιδράσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, κυρίως, λαμβάνω, πιάνω τι διὰ τῆς χειρός, ἴχνη χειρῶν, αἷς ἀντελαμβάνετο καὶ περιεδράττετό τινος Πλουτ. Κάμιλλ. 26· δραχμὴν δὲ τοὺς ἓξ ὀβολούς· τοσούτους γὰρ ἡ χεὶρ περιεδράττετο, ἠδύνατο νὰ περιλάβῃ, Λύσανδρ. 17· μεταφορ., ἡμεῖς τοῦ λόγου περιδραξώμεθα Ἐπιφαν. Αἱρεσ. 64, 16, κλ.

French (Bailly abrégé)

saisir avec la main ; saisir fortement, empoigner.
Étymologie: περί, δράσσομαι.

Greek Monolingual

και περιδράττομαι, ΜΑ
1. πιάνω με τα δυο μου χέρια, περιαδράχνω («ἴχνη ποδῶν καὶ χειρῶν ὡς ἀντελαμβάνετο και περιεδράττετο», Πλούτ.)
2. μτφ. είμαι προσκολλημένος, αφοσιωμένος σε κάποιον («Χριστοῑο περιδράττεσθαι», Γρηγ. Ναζ.)
3. συλλαμβάνω με τον νού, κατανοώ («τοὺς χρόνους καθ' οὕς ἥξειν ἀνείρηται περιδραττόμενοι», Ευσ.)
4. ελέγχω, διευθύνωπάντα τὰ ὄντα περιδέδρακται ἡ θεία φύσις», Ζαχ.)
αρχ.
προβάλλω αλαζονικές απαιτήσεις («ὥσπερ ἔνιοι περιδράττονται», Φίλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δράσσομαι «πιάνομαι»].

Greek Monotonic

περιδράσσομαι: Αττ. -ττομαι, αποθ., αρπάζω, πιάνω ένα πράγμα με το χέρι, γραπώνω, με γεν. πράγμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιδράσσομαι: атт. περιδράττομαι обхватывать (τινος Plut.).

Middle Liddell

attic -ττομαι
Dep. to grasp a thing with the hand, c. gen. rei, Plut.