ἐκσπάω

From LSJ
Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσπάω Medium diacritics: ἐκσπάω Low diacritics: εκσπάω Capitals: ΕΚΣΠΑΩ
Transliteration A: ekspáō Transliteration B: ekspaō Transliteration C: ekspao Beta Code: e)kspa/w

English (LSJ)

fut. -άσω, A draw out, ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il.6.65; σπάρτον Hero Aut.25.6; pull up, [χάρακα] Plb.18.18.14 :—and so Med., ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα having drawn out their spears, Il. 7.255 :—Pass., [τρίχες] ἐκσπῶνται Arist.Pr.893a20, cf. Hero Aut.16.2. II remove by force, τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ παστοφόρους OGI736.7 (Fayûm).

German (Pape)

[Seite 779] (s. σπάω), herausziehen; ἐξέσπασε ἔγχος Il. 6, 65; Ar. Th. 510 u. Sp.; med., ἔγχεα ἐκσπασσαμένω, als sie ihre Speere herausgezogen hatten, Il. 7, 255; βόλον Eur. El. 582.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσπάω: μέλλ. -άσω, ἐκσπῶ, ἐκβάλλω διὰ τῆς βίας, ἐξέλκω. Ἀτρεΐδης δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Ἰλ. Ζ. 65· οὕτω δὲ καὶ μέσ. ἐκσπασσαμένω δολίχ’ ἔγχεα σύραντες ἔξω, ἐξελκύσαντες τὰ μακρὰ αὐτῶν δόρατα, Ἰλ. Η. 255· ἢν ἐκσπάσωμαι... βόλον Εὐρ. Ἠλ. 582· - Παθ., τρίχες ἐκσπῶνται Ἀριστ. Προβλ. 10. 22· ἐκβάλλω, οὔτ᾿ ἐπιλαβόμενον ἐκσπάσαι ῥᾴδιον (τὸν χάρακα ἐκ τῆς γῆς), Πολύβ. 18. 1, 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐκσπάσω, ao. ἐξέσπασα;
arracher;
Moy. ἐκσπάομαι-ῶμαι (ao. part. poét. duel ἐκσπασσαμένω) arracher (de son propre corps) acc..
Étymologie: ἐκ, σπάω.

English (Autenrieth)

aor. ἐξέσπασε, mid. part. ἐκσπασσαμένω: pull out, mid., something that is one's own, Il. 7.255.

Spanish (DGE)

I c. compl. de cosa
1 arrancar τὴν καρδίαν ἐκσπάσαι φασὶν ἐν ἴσῳ τῷ ἀποκτεῖναι hablan de ‘arrancar el corazón’ en el sentido de ‘matar’ Gal.5.341, en v. pas. αἱ τρίχες Arist.Pr.893a20, ῥᾳδίως ἐκσπᾶται (χάραξ) Plb.18.18.10.
2 extraer, sacar c. ἐκ y gen. τὴν μάχαιραν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ LXX Id.3.22, ἐκ παγίδος τοὺς πόδας LXX Ps.24.15, sólo c. ac. ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il.6.65, un pólipo de la nariz, Hp.Morb.2.33
sacar un arma, blandir ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα Il.7.255
tirar de σπάρτον Hero Aut.25.6, (χάρακα) Plb.18.18.14.
3 apartar, retirar ἡ δὲ ... ἐξέσπασε χεῖρα y ella apartó la mano Musae.116
fig. apartar de ὅπως ἑαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους ἐκσπάσῃ ἐκ τῆς ἐπιβουλῆς para apartar a sí mismo y a los demás de la asechanza Gr.Nyss.M.46.841C.
4 extractar, resumir un documento τὸ ὑπόμνη(μα) PTeb.58.29 (II a.C.).
II c. compl. de pers. expulsar por la fuerza, sacar a rastras με ἐκ τοῦ βαλανείου PHels.2.17 (II a.C.), τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ IFayoum 136.17 (I a.C.).

Greek Monotonic

ἐκσπάω: μέλ. -άσω, βγάζω, τραβώ κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., ἐκσπασσαμένω ἔγχεα, τράβηξαν έξω τα δόρατά τους, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκσπάω: вырывать, выдергивать, вытаскивать (ἔγχος Hom. - тж. med.; med. βόλον Eur.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος Arph.; ἀπὸ ῥιζῶν ἐκσπῶνται τὰ δένδρα Arst.; τὰς ἐκφύσεις Polyb.).

Middle Liddell

fut. άσω
to draw out, Il.; so in Mid., ἐκσπασσαμένω ἔγχεα having drawn out their spears, Il.