Ὁμήρειος

From LSJ
Revision as of 18:00, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὁμήρειος Medium diacritics: Ὁμήρειος Low diacritics: Ομήρειος Capitals: ΟΜΗΡΕΙΟΣ
Transliteration A: Homḗreios Transliteration B: Homēreios Transliteration C: Omireios Beta Code: *(omh/reios

English (LSJ)

ον, AHomeric, Hdt.5.67, Ar. Fr.222; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Alex.Aet.5.6; τὸ Ὁμήρειον the Homeric phrase, Hp.Mochl.5 ; οἱ Ὁμήρειοι = οἱ Ὁμηρίδαι 11, Pl.Tht.179e. Adv. Ὁμηρείως = Homerically Ael.NA15.16.

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμήρειος: -ον, Ὁμηρικός, Ἡρόδ. 5. 67, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως θηλ. Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλὸς παρ’ Ἀθην. 699C· τὸ Ὁμήρειον, ἡ Ὁμηρικὴ φράσις, Ἱππ. 848Β, Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε. ― Ἐπίρρ., Ὁμηρείως, Αἰλ. π. Ζ. 15. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’Homère, homérique.
Étymologie: Ὅμηρος.

Greek Monotonic

Ὁμήρειος: -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ Ὁμήρειον, ομηρική φράση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

Ὁμήρειος: гомеровский Her., Plat.

Middle Liddell

Ὁμήρειος, ον,
Homeric, Hdt.: τὸ Ὁμ. the Homeric phrase, Plat.