διδακτήριος

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδακτήριος Medium diacritics: διδακτήριος Low diacritics: διδακτήριος Capitals: ΔΙΔΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: didaktḗrios Transliteration B: didaktērios Transliteration C: didaktirios Beta Code: didakth/rios

English (LSJ)

ον, = διδακτικός (apt at teaching); τὸ διδακτικόν proof, Hp. Acut. 39.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδακτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ.· τὸ διδακτήριον, ἀπόδειξις, Ἱππ. Ὀξ. 390.

Greek Monolingual

-ια, -ο (Α -ος, -ον) διδάσκω
διδακτικός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο
σχολικό κτήριο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο
απόδειξη («ἀλλ' αὐτὸ το πρῆγμα ἐπικαιρότατόν ἐστιν διδακτήριον», Ιπποκρ).