γοργώψ

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργώψ Medium diacritics: γοργώψ Low diacritics: γοργώψ Capitals: ΓΟΡΓΩΨ
Transliteration A: gorgṓps Transliteration B: gorgōps Transliteration C: gorgops Beta Code: gorgw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, = γοργωπός (fierce-eyed, grim-eyed), E. El. 1257, Or. 261 ; — fem. γοργῶπις, ιδος, of Athena, S. Aj. 450, Fr. 844.

German (Pape)

[Seite 503] ῶπος, ὁ, ἡ, dass., Eur. El. 1257 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
c. γοργωπός.

Spanish (DGE)

-ῶπος
1 de mirada terrorífica γοργῶπες ... ὀμμάτων αὐγαί E.HF 131, de las Erinis, E.Or.261.
2 ornado con la cara de la Gorgona de la égida, E.El.1257.

Greek Monolingual

γοργώψ (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)
1. ο γοργωπός
2. θηλ. γοργῶπις, η
επίθετο της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωψ, -ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)].

Russian (Dvoretsky)

γοργώψ: ῶπος adj. Eur. = γοργωπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοργώψ -ῶπος Γοργώ, ὤψ] met het hoofd van de Gorgo (gezegd van het schild van Athena); Eur. El. 1257; overdr. met grimmige, angstaanjagende blik.