ἀνάδικος

From LSJ
Revision as of 10:25, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδῐκος Medium diacritics: ἀνάδικος Low diacritics: ανάδικος Capitals: ΑΝΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: anádikos Transliteration B: anadikos Transliteration C: anadikos Beta Code: a)na/dikos

English (LSJ)

(Arc. ὄνδικος IG5(2).343 B2), ον, A tried over again, δίκαι ἀ. γίγνονται And.1.88, Pl.Lg.937d, cf. D.40.39, etc.; ψῆφον ἀ. καθιστάναι render subject to appcal, Id.24.191.

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, δίκη, ein aufs neue vor Gericht gebrachter Proceß, Andoc. 1, 88; Plat. Legg. XI, 937 d; Dem. 40, 34 u. öfter; τὴν ψῆφον ἀνάδικον καθίστησι 24, 191, das Urtheil einer Revision unterwerfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδῐκος: -ον, ὁ ἐκ νέου δικασθείς, δίκαι ἀν. γίγνονται (ἴδε ἀναδικάζω ΙΙ.), Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Νόμ. 937D· ψῆφον ἀν. καθιστάναι, ἀναιρῶ προηγηθεῖσαν ψῆφον, Δημ. 760. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 jugé de nouveau;
2 qui concerne une affaire jugée de nouveau.
Étymologie: ἀνά, δίκη.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): arcad. ὄνδικος IG 5(2).343B2 (Orcómeno IV a.C.)
jur. ref. a un proceso que ha de someterse a nueva sentencia e.d. nulo And.Myst.88, Pl.Lg.937d, D.40.34, 39, 42, Poll.8.23, Synes.Prouid.M.66.1253A, ψῆφον ἀ. καθιστάναι anular una sentencia D.24.191.

Greek Monolingual

ἀνάδικος, -ον (Α)
1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται
2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -δικος < δίκη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία.

Greek Monotonic

ἀνάδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που δικάζεται από την αρχή, σε Ανδ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδῐκος: юр. подлежащий новому рассмотрению (δίκη Plat., Dem.): τὸν ψῆφον ἀνάδικον καθιστάναι Dem. вынести решение о пересмотре дела.

Middle Liddell

δίκη
tried over again, Andoc., Plat.