ἄμβη

From LSJ
Revision as of 16:25, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμβη Medium diacritics: ἄμβη Low diacritics: άμβη Capitals: ΑΜΒΗ
Transliteration A: ámbē Transliteration B: ambē Transliteration C: amvi Beta Code: a)/mbh

English (LSJ)

ἡ, Ion. for ἄμβων, A raised edge or protuberance, Hp.Art.7, cf. 80, Gal.18(1).340; rim of felloe of wheel, Democr.29.

German (Pape)

[Seite 118] ἡ, ion. für ἄμβων, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμβη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἄμβων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, 839.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
reborde de una férula o tablilla, Hp.Art.7, de la pina de la rueda, Democr.B 29, Hsch.
extremidad carnosa u ósea en forma de labio, Hp.Art.80, Gal.18(1).340.
• Etimología: Es indudable la rel. ἄμβων. En cambio la conexión de ambos c. ἀναβαίνω parece que debe ser rechazada. Más prob. resulta una aproximación a ὄμφαλος q.u.

Greek Monolingual

ἄμβη, η (Α)
1. υψωμένο και προτεταμένο άκρο τόπου, κτηρίου ή πράγματος
2. το χείλος της στεφάνης του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το ρήμα ἀναβαίνω, καθόσον σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η έννοια του «ύψους»].

Frisk Etymological English

See also: ἄμβων

Frisk Etymology German

ἄμβη: {ámbē}
Meaning: ἡ τῆς ἴτυος ὀφρῦς τῶν κυλλῶν ἀσπίδων H., erhöhter Schildrand, Wulst (Demokr., Hp., Gal.).
Etymology : Vgl. ἄμβων. Verfehlt v. Blumenthal Hesychst. 4f. (illyrisch, zu φέρω).
Page 1,89