αφαλοκόβω

From LSJ
Revision as of 08:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source

Greek Monolingual

1. κόβω τον ομφάλιο λώρο νεογέννητου
2. χτυπώ κάποιον στην κοιλιά ή καταφέρω συντριπτικό πλήγμα σε κάποιον (πρβλ. «θα σε αφαλοκόψω» —απειλητικά)
3. προξενώ πόνο στην κοιλιά και τη μέση από το υπερβολικό φορτίο
4. προκαλώ σε κάποιον φόβο και ανησυχία.