εὐχείρωτος

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχείρωτος Medium diacritics: εὐχείρωτος Low diacritics: ευχείρωτος Capitals: ΕΥΧΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: eucheírōtos Transliteration B: eucheirōtos Transliteration C: efcheirotos Beta Code: eu)xei/rwtos

English (LSJ)

ον, (χειρόω) A easy to master or overcome, A.Pers.452, X.HG5.3.4, etc.; easy to train, τῷ νομοθέτῃ Arist. Pol.1332b9; simply, easy, Porph. Abst.3.4. (Comp. εὐχειρότερος D.C.37.7, and Sup. εὐχειρότατος X.Cyr.1.6.36, Oec.8.4, Thphr.HP4.14.7, are ff.ll. for -ωτότερος, -ωτότατος.)

German (Pape)

[Seite 1108] leicht zu überwältigen, zu bändigen; στρατός Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ ἄτακτος τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχείρωτος: -ον, (χειρόω) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à prendre, à soumettre;
Sp. εὐχειρωτότατος.
Étymologie: εὖ, χειρόω.

Greek Monolingual

εὐχείρωτος, -ον (Α)
1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα
2. ευπειθής, υπάκουος
3. εύκολος, ευχερής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. α-χείρωτος, δυσ-χείρωτος].

Greek Monotonic

εὐχείρωτος: -ον (χειρόω), αυτός που εύκολα δαμάζεται, ευκολοδιοίκητος, ή αυτός που εύκολα εξουδετερώνεται, σε Αισχύλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐχείρωτος:
1) легко одолимый (στρατός Aesch.; στρατιὰ τοῖς πολεμίοις εὐ. Xen.);
2) послушный, податливый (τῷ νομοθέτῃ Arst.);
3) легко поддающийся (ταῖς ἀπάταις Plut.).

Middle Liddell

εὐ-χείρωτος, ον χειρόω
easy to master or overcome, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

easy to subdue

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)