κλωνάρι

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source

Greek Monolingual

το, (ΑΜ κλωνάριον, Μ και κλωνάρι και κλωνάριν)
μικρό κλαδί ή τρυφερός βλαστός («το σπαθί του εκρέμασεν εισέ δεντρού κλωνάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. απόγονος, τέκνο κυρίως ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ' εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι κ' επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη», Ερωτόκρ.)
μσν.
παραπόταμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον) (πρβλ. λογ-άριον, παιδ-άριον)].