κοσκινοράφος

From LSJ
Revision as of 13:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνοράφος Medium diacritics: κοσκινοράφος Low diacritics: κοσκινοράφος Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΡΑΦΟΣ
Transliteration A: koskinoráphos Transliteration B: koskinoraphos Transliteration C: koskinorafos Beta Code: koskinora/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, A one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κοσκινοράφος, ὁ (Α)
αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].