λαγάρα

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η
1. υγρό απαλλαγμένο από κάθε ξένη ουσία, κατασταλαγμένο, καθαρό και διαυγές, λαμπίκοςκρασί λαγάρα»)
2. κάθε προϊόν διήθησης
3. (για χρυσό) αμιγής, άπεφθος, χωρίς ξένα σώματα
4. μτφ. πράγμα άριστης ποιότητας
β) (για πρόσ.) ειλικρινής, τίμιος, άψογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. < λαγαρός (πρβλ. πικρός > πίκρα, λάβρος > λάβρα)].