μεσημέριος

From LSJ
Revision as of 15:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημέριος Medium diacritics: μεσημέριος Low diacritics: μεσημέριος Capitals: ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: mesēmérios Transliteration B: mesēmerios Transliteration C: mesimerios Beta Code: meshme/rios

English (LSJ)

ον, A = μεσημβρινός: τὸ μεσαμέριον at midday, Theoc.7.21:—also μεσ-ήμερον, τό, Gloss.

German (Pape)

[Seite 137] = Vorigem, μεσαμέριον, adverbial, Theocr. 7, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημέριος: -ον, = μεσημβρινός, μεσαμέριον, κατὰ τὴν μεσημβρίαν, Θεόκρ. 7. 21.

Greek Monolingual

μεσημέριος, -ον (Α)
1. μεσημβρινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.)
βλ. μεσημέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση μέση ἡμέρα (πρβλ. μέσον ήμαρ].

Greek Monotonic

μεσημέριος: -ον, ό,τι το προηγ., μεσαμέριον, κατά το μεσημέρι, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μεσ-ημέριος, ον = μεσημβρῐνός]
μεσαμέριον at mid-day, Theocr.