ἀκατονόμαστος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ον, A nameless, ποιότης Epicur.Fr.314, cf. D.H. Comp.21, Archig. ap. Gal.8.592; θεός Ph. 1.630, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατονόμαστος: -ον, = ἀνώνυμος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898D: ἀκ. χόνδρος, ὁ κρικοειδὴς τοῦ λάρυγγος χόνδρος, Greenhill Θεόφιλ. σ. 110.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne désigne, qu’on ne peut désigner par aucun nom.
Étymologie: ἀ, κατονομάζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκατωνόμαστος Gal.14.740, Gr.Nyss.Tres dei 42.20 (var.)
I 1que no tiene nombre ποιότης Epicur.Fr.[158] 11, θεός Ph.1.630, 2.597, cf. D.H.Comp.21.4, Gal.l.c.
2 innombrable, que no puede ser nombrado o llamado por su nombre del quinto elemento que unido a los otros cuatro forma el mundo, Arist.Fr.27 p.96 Ross, de Dios τῆς ἀρρήτου καὶ ἀκατονομάστου ... ὑποστάσεως τοῦ πατρός Origenes Princ.4.4.1, cf. Gr.Nyss.Tres dei 42.20, de la generación del Hijo, Eus.M.20.1388B.
II adv. -ως anónimamente e.e. sin nombre de cualidad a partir del cual pueda derivarse paronímicamente un término, Elias in Cat.234.12, 235.1, 10, Olymp.in Cat.127.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατονόμαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τον καλούμε με τ’ όνομά του
2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω της απρέπειας ή της αισχρότητας του
«ακατονόμαστα όργια»
μσν.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να κατονομάσουμε λόγω της απεραντοσύνης και του μεγαλείου του (αποδίδεται στον Θεό)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει όνομα, ο ανώνυμος
«Θεὸς ἀκατονόμαστος» (Φίλ. 1.630)
2. «ἀκατονόμαστος χόνδρος» — ο κρικοειδής χόνδρος του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κατονομάζω
ο τ. ἀκατονόμαστος, που ακούγεται συχνά, προέρχεται είτε από εξακολουθητική αφομοίωση του ο σε α (λόγω του προηγουμένου α) είτε από αποκατάσταση του πλήρους τύπου της προθέσεως κατά χάριν της ετυμολογικής διαφάνειας του α' συνθετικού
πρβλ. και αποθανατίζω αντί απαθανατίζω].
Russian (Dvoretsky)
ἀκατονόμαστος: не имеющий названия, безымянный (ποιότης Epicur. ap. Plut.).