καπνία

From LSJ
Revision as of 18:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνία Medium diacritics: καπνία Low diacritics: καπνία Capitals: ΚΑΠΝΙΑ
Transliteration A: kapnía Transliteration B: kapnia Transliteration C: kapnia Beta Code: kapni/a

English (LSJ)

ἡ, A = κάπνη 1, Moer.292, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, Schol. Ar. Vesp. 151, u. κάπνιος, ἡ, eigtl. adj., mit u. ohne ἄμπελος, eine Rebenart mit dunklen, rauchfarbigen Trauben, Theophr. u. Sp. Vgl. κάπνεος.

Greek (Liddell-Scott)

καπνία: ἡ, = κάπνη, Μοῖρ. 292.

Greek Monolingual

η (Α καπνία)
νεοελλ.
1. η μουντζούρα από καπνό
2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους
3. νόσος τών φυτών
αρχ.
η καπνοδόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kapinija «καπνοδόχος». Το νεοελλ. καπνιά < καπνός + επίθημα -ιά (πρβλ. λαδιά, μελανιά)].