κτήση

From LSJ
Revision as of 18:44, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

η (AM κτῆσις, -έως, Α ιων. γεν. -ιος)
1. απόκτηση, πρόσκτηση, κατοχή («χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσιν», Πλάτ.)
2. αυτό που κατέχει κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα («κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας», Θουκ.)
νεοελλ.
ξένη χώρα που κατέχεται από κάποιο κράτος και στην οποία αυτό ασκεί δικαίωμα κυριαρχίας («οι αγγλικές κτήσεις»)
αρχ.
συν. στον πληθ. αἱ κτήσεις
α) (περιλπτ.) κτήματα, περιουσία
β) αγροτικά κτήματα, επαύλεις, υποστατικά, αγροί («ἀνδράποδα ὅσα κατέλιπον ἐπὶ τῶν κτήσεων», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. κτή-σομαι, μέλλ. του κτῶμαι) + κατάλ. -σις (πρβλ. πτήσις, ρήσις)].