κατακόρυφος

From LSJ
Revision as of 07:50, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος
1. αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο της γής, αυτός που έχει τη διεύθυνση του νήματος της στάθμης
2. το θηλ. ως ουσ. η κατακόρυφος
νοητή γραμμή που τέμνει την ουράνια σφαίρα κατά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία της ζενίθ και ναδίρ
3. το ουδ. ως ουσ. το κατακόρυφο
α) το ύψιστο σημείο της ουράνιας σφαίρας πάνω από τον ορίζοντα κατά το οποίο αυτή τέμνεται από την κατακόρυφο ενός τόπου
β) το ύψιστο σημείο, το αποκορύφωμα («έφτασε στο κατακόρυφο της δόξας του»)
4. φρ. «κατακόρυφοι κύκλοι» — οι κύκλοι κατά τους οποίους τέμνεται η ουράνια σφαίρα από επίπεδα που διέρχονται από την κατακόρυφο κάθε τόπου.
επίρρ...
κατακορύφως και κατακόρυφα
με κατακόρυφη διεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μελαγκόρυφος, συγκόρυφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Γ. Κ. Βούρη].